Γιῶργος Σεφέρης - «Μυθιστόρημα» Δ´
ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ Καὶ ψυχὴ εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν εἰς ψυχὴν αὐτὴ βλεπτέον: τὸν ξένο καὶ τὸν ἐχθρὸ τὸν εἴδαμε στὸν καθρέφτη. Ἤτανε καλὰ παιδιὰ οἱ σύντροφοι, δὲ φωνάζαν οὔτε ἀπὸ τὸν κάματο οὔτε ἀπὸ τὴ δίψα οὔτε ἀπὸ τὴν παγωνιά, εἴχανε τὸ φέρσιμο τῶν δέντρων καὶ τῶν κυμάτων ποὺ δέχουνται τὸν ἄνεμο καὶ τὴ βροχὴ δέχουνται τὴ νύχτα καὶ τὸν ἥλιο χωρὶς ν᾿ ἀλλάζουν μέσα στὴν ἀλλαγή. Ἤτανε καλὰ παιδιά, μέρες ὁλόκληρες ἵδρωναν στὸ κουπὶ μὲ χαμηλωμένα μάτια ἀνασαίνοντας μὲ ρυθμὸ καὶ τὸ αἷμα τοὺς κοκκίνιζε ἕνα δέρμα ὑποταγμένο. Κάποτε τραγούδησαν, μὲ χαμηλωμένα μάτια ὅταν περάσαμε τὸ ἐρημόνησο μὲ τὶς ἀραποσυκιὲς κατὰ τὴ δύση, πέρα ἀπὸ τὸν κάβο τῶν σκύλων ποὺ γαβγίζουν. Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν, ἔλεγαν εἰς ψυχὴν βλεπτέον, ἔλεγαν καὶ τὰ κουπιὰ χτυποῦσαν τὸ χρυσάφι τοῦ πελάγου μέσα στὸ ἡλιόγερμα. Περάσαμε κάβους πολλοὺς πολλὰ νησιὰ τὴ θάλασσα ποὺ φέρνει τὴν ἄλλη θάλασσα, γλάρους καὶ φώκιες. Δυστυχισμένες γυναῖκες κάποτε μὲ ὀλολυγμοὺς κλαίγανε τὰ χαμένα τους παιδιὰ κι ἄλλες ἀγριεμένες γύρευαν τὸ Μεγαλέξαντρο καὶ δόξες βυθισμένες στὰ βάθη τῆς Ἀσίας. Ἀράξαμε σ᾿ ἀκρογιαλιὲς γεμάτες ἀρώματα νυχτερινὰ μὲ κελαηδίσματα πουλιῶν, νερὰ ποὺ ἀφήνανε στὰ χέρια τὴ μνήμη μιᾶς μεγάλης εὐτυχίας. Μὰ δὲν τελειῶναν τὰ ταξίδια. Οἱ ψυχές τους ἔγιναν ἕνα με τὰ κουπιὰ καὶ τοὺς σκαρμοὺς μὲ τὸ σοβαρὸ πρόσωπο τῆς πλώρης μὲ τ᾿ αὐλάκι τοῦ τιμονιοῦ μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἔσπαζε τὴ μορφή τους. Οἱ σύντροφοι τέλειωσαν μὲ τὴ σειρά, μὲ χαμηλωμένα μάτια. Τὰ κουπιά τους δείχνουν τὸ μέρος ποὺ κοιμοῦνται στ᾿ ἀκρογιάλι. Κανεὶς δὲν τοὺς θυμᾶται. Δικαιοσύνη. ...even the wearist river
winds somewhere safe to sea! Έφερα τη ζωή μου ως εδώ Στο σημάδι ετούτο που παλεύει Πάντα κοντά στη θάλασσα Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος Με στήθος προς τον άνεμο Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες Στιγμές του, με νερά τα οράματα Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του Α, Ζωή Παιδιού που γίνεται άντρας Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος Τον μαθαίνει ν' ανασαίνει κατά κει πού σβήνεται Η σκιά ενός γλάρου. Έφερα τη ζωή μου ως εδώ ʼσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα Λίγα δέντρα και λίγα Βρεμένα χαλίκια Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο Ποιό μέτωπο Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια Κανείς δεν είναι Ν' ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο Ν' ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους Λίγα χρόνια λίγα κύματα Κωπηλασία ευαίσθητη Στους όρμους γύρω απ' την αγάπη. Έφερα τη ζωή μου ως εδώ Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει - Όποιος είδε δυο μάτια ν' αγγίζουν τη σιωπή του Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους Πιο κοντά στο φως Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα- Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη Μαδά η επιτυχία Στρόβιλοι φτερών Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα Χώμα σκληρό κάτω από τ' ανυπόμονα Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο Ηφαίστειο νεκρό. Έφερα τη ζωή μου ως εδώ Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο Πιο πέρα απ' τα νησιά Πιο χαμηλά απ' το κύμα Γειτονιά στις άγκυρες - Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα Κέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά - Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε Μια μορφή από αλάτι Λαξεμένη με κόπο Αδιάφορη άσπρη Πού γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της Στηρίζοντας το άπειρο. Οδ. Ελύτης, Προσανατολισμοί Είναι ένα όμορφο βράδυ Πέμπτης που κυλάει με βόλτα στην παραλιακή λεωφόρο - την πολλά υποσχόμενη στους κατοίκους αυτής της πόλης κάποτε - μα τώρα παραδομένη και αυτή στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου, θλιβερό αντικαθρέφτισμα μιας παρακμής που κατατρώει εδώ και χρόνια την όψη και το μέσα αυτής της χώρας. Η ανάγκη για την ικανοποίηση της δίψας επιβάλλει τη στάση σε παρακείμενο μαγαζάκι, εν είδει περιπτέρου . Προμηθεύομαι το μπουκαλάκι με το νερό και καθώς απευθύνομαι στο ταμείο για να πληρώσω έρχομαι -τότε μόνο - σ’ επαφή με δύο ζευγάρια μάτια που μού χαμογελούν .Είναι δυο νεαρά παιδιά και κάτι μού θυμίζει το βλέμμα τους , αυτό που λέμε συνήθως « γνωστή φυσιογνωμία » μα είναι συνάμα κι αυτή η αγωνιώδης αίσθηση του ίδιου κινδύνου κάθε φορά : πότε, ποια χρονιά, σε ποιο σχολείο, ποια παιδιά; Θα τα καταφέρω να θυμηθώ ; Ενώ το γνώριμο άγχος αρχίζει να περισφίγγει το κρανίο, η γνωστή ερώτηση με αποδέκτη εμένα : Κυρία, με θυμάστε ; Μου κάνατε φιλολογικά στο ( τάδε ) γυμνάσιο . Το μυαλό ξεμπλοκάρει προς στιγμήν - ναι, ήταν εκείνο το τμήμα με τις πολλές αδυναμίες στη έκθεση, μα και την τόση προθυμία των παιδιών να γράψουν ξανά το κείμενο, να κερδίσουν έστω τα εύσημα του καλού αγώνα. Και ναι, εκείνος ο μαθητής ήταν από τους πιο χαρακτηριστικούς της τάξης : ζωντανό, χαρούμενο παιδί , δεν έχει αλλάξει και πολύ από τότε. Το ευχάριστο κουβεντολόι της επιστροφής στον χρόνο διακόπτει η παρέμβαση του δεύτερου νεαρού : Εμένα, κυρία, δε με θυμάστε ; Μού κάνατε φιλολογικά στο ίδιο σχολείο. Είμαι ο Πέτρος ... Ξανά το άγχος, η αγωνία της ενθύμησης . Μα τώρα πολλαπλάσιο , καθώς βλέπω στα μάτια του παλιού μου μαθητή τη δική του αγωνία για το αν θα τον θυμηθώ . Μια αγωνία που εμπεριέχει πάντοτε το ίδιο ερώτημα : αν πέρασε και χάθηκε μέσα στο πλήθος, ή έχει αφήσει ένα μικρό έστω αποτύπωμα της παρουσίας του στη μνήμη ενός άλλου ανθρώπου . Ενός ανθρώπου που στα δικά του μαθητικά μάτια είχε ένα κάποιο ειδικό βάρος εκείνη την εποχή της - τηρουμένων των αναλογιών με το σήμερα - εύπλαστης αθωότητας . Κάθε φορά που το σκέφτομαι, με συγκινεί αφάνταστα αυτή η τόσο ανθρώπινη επιθυμία του διακριτού μέσα στη μάζα, μιας στιγμής αιωνιότητας μέσα στο χάος . Θυμάμαι, πρόπερσι, την αφήγηση ενός φιλοξενούμενου συμφοιτητή του γιου μου από την Αθήνα, απόφοιτου της Λεοντείου Σχολής : στην τυχαία συνάντηση με παλιό καθηγητή του, εκείνος δεν τον θυμήθηκε . «Με χάλασε, με χάλασε πολύ που δεν με θυμήθηκε» , ακόμα ηχούν τα λόγια του νεαρού στ’ αυτιά μου . Τι κι αν προσπάθησα να τον παρηγορήσω με τις γνωστές κοινοτοπίες : Πού να σε θυμάται , με τόσους και τόσους που πέρασαν από την τάξη του ... Έχω ακόμα μπροστά μου την πίκρα στη φωνή, την απογοήτευση στο βλέμμα . Ούτε κι εμένα με είχε θυμηθεί η φιλόλογος που μας δίδασκε για αρκετά χρόνια στο εξατάξιο τότε γυμνάσιο, σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητριών κάποτε . Μού είχε κάνει εντύπωση ωστόσο πόσο καλά θυμόταν αρκετές από τις υπόλοιπες, αλλά και από τις απούσες της συνάντησης, είχε μάλιστα να αφηγηθεί πολλές λεπτομέρειες - άγνωστες σε μένα- σχετικές με τη ζωή και την οικογένειά τους . Εκείνο το βράδυ - θέλεις το προσωπικό άγχος από το βάρος των προσδοκιών, θέλεις αυτή η αενάως τροφοδοτούμενη από τη φθορά ραστώνη της μνήμης - δεν τα κατάφερα να θυμηθώ τον Πέτρο. Και φάνηκε μεν να παρηγορείται από τη θυμόσοφη διαπίστωση του φίλου του «πού να τούς θυμάται όλους η κυρία », ωστόσο εγώ είμαι βέβαιη , το ξέρω πως αυτό τον έχει στεναχωρήσει . Η εικόνα του μαθητή μου μέσα στην τάξη του σχολείου του αναδύθηκε θριαμβευτικά από την αχλύ των αναμνήσεων την επομένη , μαζί με την εντύπωση ενός παιδιού που άφησε το στίγμα ευγενικής και χαμηλών τόνων παρουσίας . Μαζί της επανέκαμψαν πολλές ανεπανάληπτες στιγμές διδακτικής εμπειρίας - ή, καλύτερα, εμπειρίας ζωής - όπως άλλωστε είναι η κάθε στιγμή μέσα στη σχολική τάξη . Πόσο αξίζουν, τελικά, οι αναμνήσεις μας που συμπεριλαμβάνουν τους άλλους ; Μα είναι κομμάτι της προσωπικής ιστορίας του καθενός μας, αλλά και κομμάτι της προσωπικής ιστορίας του άλλου . Είναι η επιβεβαίωση της ύπαρξης, ένα από τα «απτά» σημάδια του είδους της διαδρομής μας , του πώς πορευτήκαμε μέσα στον χρόνο . Και η νοηματοδότηση αυτής της διαδρομής συμπυκνώνεται - νομίζω - στο απόφθεγμα ενός απλού ανθρώπου που είχε ωστόσο βιώσει θαυμαστό πλήθος εμπειριών, όντας ιδιοκτήτης ενός ιστορικού μπαρ της Αθήνας, φιλόξενου στο διάβα του για πολλούς και σπουδαίους : «δυο πράγματα είναι ό,τι αξίζει περισσότερο στη ζωή: να έχεις να θυμάσαι και να έχεις να περιμένεις » . Είναι όλα αυτά που έχω πάντα κατά νου, ιδίως όταν - στο κοντινό παρελθόν κυρίως - προέκυπτε κατά καιρούς το ( εκβιαστικό ) δίλημμα της πρόωρης αποχώρησης από την εκπαίδευση. Τώρα, το βέβαιο είναι ότι αυτό το δίλημμα το έχω οριστικά λύσει .Άλλωστε, αυτή η μοναδική αίσθηση της ανατροφοδότησης από την τάξη μαζί με συγκινήσεις όπως εκείνη της Πέμπτης συνηγορούν για το ορθόν της απόφασης . Σερδάκη Β. |